Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
πέδονδε
View word page
πεδιήρης
πεδιήρης πεδι-ήρης, ες *ἄρω abounding in plains, level, Aesch.
ShortDef
abounding in plains, level
Debugging
Headword:
πεδιήρης
Headword (normalized):
πεδιήρης
Headword (normalized/stripped):
πεδιηρης
IDX:
25269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25297
Key:
pedih/rhs
Data
{'content': 'πεδιήρης\n πεδι-ήρης, ες\n *ἄρω\n abounding in plains, level, Aesch.', 'key': 'pedih/rhs'}