Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
πεδοκοίτης
View word page
πεδιεύς
πεδιεύς πεδιεύς, έως, ὁ, v. πεδιακός.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεδιεύς
Headword (normalized):
πεδιεύς
Headword (normalized/stripped):
πεδιευς
IDX:
25268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25296
Key:
pedieu/s
Data
{'content': 'πεδιεύς\n πεδιεύς, έως, ὁ,\n v. πεδιακός.', 'key': 'pedieu/s'}