πεδιάς
πεδιάς, άδος,
poet. fem. of πέδιος, πεδινός, flat, level, Hdt.: ἡ πεδιάς (sc. γῆ) the level country, Hdt.
on or of the plain, Soph.; λόγχη πεδιάς spearmen on the plain, Soph.
{'content': 'πεδιάς\n πεδιάς, άδος,\n poet. fem. of πέδιος, πεδινός, flat, level, Hdt.: ἡ πεδιάς (sc. γῆ) the level country, Hdt.\n on or of the plain, Soph.; λόγχη πεδιάς spearmen on the plain, Soph.', 'key': 'pedia/s'}