Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
πέδοι
View word page
πεδιάς
πεδιάς πεδιάς, άδος, poet. fem. of πέδιος, πεδινός, flat, level, Hdt.: ἡ πεδιάς (sc. γῆ) the level country, Hdt. on or of the plain, Soph.; λόγχη πεδιάς spearmen on the plain, Soph.

ShortDef

flat, level

Debugging

Headword:
πεδιάς
Headword (normalized):
πεδιάς
Headword (normalized/stripped):
πεδιας
IDX:
25267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25295
Key:
pedia/s

Data

{'content': 'πεδιάς\n πεδιάς, άδος,\n poet. fem. of πέδιος, πεδινός, flat, level, Hdt.: ἡ πεδιάς (sc. γῆ) the level country, Hdt.\n on or of the plain, Soph.; λόγχη πεδιάς spearmen on the plain, Soph.', 'key': 'pedia/s'}