Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
πεδόθεν
View word page
πεδιάσιος
πεδιάσιος πεδιάσιος, ον, πεδίον of the plain, Strab.
ShortDef
of the plain
Debugging
Headword:
πεδιάσιος
Headword (normalized):
πεδιάσιος
Headword (normalized/stripped):
πεδιασιος
IDX:
25266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25294
Key:
pedia/sios
Data
{'content': 'πεδιάσιος\n πεδιάσιος, ον,\n πεδίον\n of the plain, Strab.', 'key': 'pedia/sios'}