Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
πεδοβάμων
View word page
πεδιακός
πεδιακός πεδιᾰκός, ή, όν πεδίον of or on the plain:— οἱ πεδιακοί the party of the plain, i. e. those who opposed Peisistratus, Arist.; called οἱ ἐκ τοῦ πεδίου by Hdt.; οἱ πεδιεῖς by Plut.

ShortDef

of or on the plain

Debugging

Headword:
πεδιακός
Headword (normalized):
πεδιακός
Headword (normalized/stripped):
πεδιακος
IDX:
25265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25293
Key:
pediako/s

Data

{'content': 'πεδιακός\n πεδιᾰκός, ή, όν\n πεδίον\n of or on the plain:— οἱ πεδιακοί the party of the plain, i. e. those who opposed Peisistratus, Arist.; called οἱ ἐκ τοῦ πεδίου by Hdt.; οἱ πεδιεῖς by Plut.', 'key': 'pediako/s'}