Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
πεδίον
View word page
πεδητής
πεδητής πεδητής, οῦ, ὁ, πεδάω a hinderer, Anth.
ShortDef
a hinderer; one who fetters
Debugging
Headword:
πεδητής
Headword (normalized):
πεδητής
Headword (normalized/stripped):
πεδητης
IDX:
25264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25292
Key:
pedhth/s
Data
{'content': 'πεδητής\n πεδητής, οῦ, ὁ,\n πεδάω\n a hinderer, Anth.', 'key': 'pedhth/s'}