Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάχος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
πέδιλον
πεδινός
πεδίονδε
πεδιονόμος
View word page
πεδήτης
πεδήτης πεδήτης, ου, ὁ, πεδάομαι one fettered, a prisoner, Luc.
ShortDef
one fettered, a prisoner
Debugging
Headword:
πεδήτης
Headword (normalized):
πεδήτης
Headword (normalized/stripped):
πεδητης
IDX:
25263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25291
Key:
pedh/ths
Data
{'content': 'πεδήτης\n πεδήτης, ου, ὁ,\n πεδάομαι\n one fettered, a prisoner, Luc.', 'key': 'pedh/ths'}