Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πάφος
πάχετος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
πεδιάς
πεδιεύς
πεδιήρης
View word page
παχύστομος
παχύστομος πᾰχύ-στομος, ον, speaking broad or roughly, Strab.
ShortDef
speaking broad
Debugging
Headword:
παχύστομος
Headword (normalized):
παχύστομος
Headword (normalized/stripped):
παχυστομος
IDX:
25259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25287
Key:
paxu/stomos
Data
{'content': 'παχύστομος\n πᾰχύ-στομος, ον,\n speaking broad or roughly, Strab.', 'key': 'paxu/stomos'}