Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
πεδιάσιος
View word page
παχυμερής
παχυμερής πᾰχῠ-μερής, ές consisting of thick or coarse parts: metaph. in adv. roughly, Strab.
ShortDef
consisting of thick
Debugging
Headword:
παχυμερής
Headword (normalized):
παχυμερής
Headword (normalized/stripped):
παχυμερης
IDX:
25256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25284
Key:
paxumerh/s
Data
{'content': 'παχυμερής\n πᾰχῠ-μερής, ές\n consisting of thick or coarse parts: metaph. in adv. roughly, Strab.', 'key': 'paxumerh/s'}