Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παύω
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
πεδιακός
View word page
παχυλός
παχυλός πᾰχῠλός, ή, όν παχύς thickish: adv. -λῶς, coarsely, roughly, Arist.

ShortDef

thickish

Debugging

Headword:
παχυλός
Headword (normalized):
παχυλός
Headword (normalized/stripped):
παχυλος
IDX:
25255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25283
Key:
paxulo/s

Data

{'content': 'παχυλός\n πᾰχῠλός, ή, όν\n παχύς\n thickish: adv. -λῶς, coarsely, roughly, Arist.', 'key': 'paxulo/s'}