Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παυσωλή
παύω
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
πεδητής
View word page
παχύκνημος
παχύκνημος πᾰχύ-κνημος, ον, κνήμη with stout calves, Ar.

ShortDef

with stout calves

Debugging

Headword:
παχύκνημος
Headword (normalized):
παχύκνημος
Headword (normalized/stripped):
παχυκνημος
IDX:
25254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25282
Key:
paxu/knhmos

Data

{'content': 'παχύκνημος\n πᾰχύ-κνημος, ον,\n κνήμη\n with stout calves, Ar.', 'key': 'paxu/knhmos'}