Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παυστήρ
παυσωλή
παύω
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
πεδάω
πέδη
πεδήτης
View word page
πάχος
πάχος πάχος (ᾰ), ος, εος, τό, παχύς thickness, Od., Thuc.:— absol., πάχος in thickness, Hdt. π. σαρκός stoutness, Eur.
ShortDef
thickness
Debugging
Headword:
πάχος
Headword (normalized):
πάχος
Headword (normalized/stripped):
παχος
IDX:
25253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25281
Key:
pa/xos
Data
{'content': 'πάχος\n πάχος (ᾰ), ος, εος, τό,\n παχύς\n thickness, Od., Thuc.:— absol., πάχος in thickness, Hdt.\n π. σαρκός stoutness, Eur.', 'key': 'pa/xos'}