Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατίθημι
ἀνατιμάω
ἀνατινάσσω
ἀνατί
ἀνατλῆναι
ἀνατολή
ἀνατολμάω
ἄνατος
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρησις
ἀνατρίβω
ἀνατροπή
ἀνατυλίσσω
ἀνατυπόω
ἀνατυρβάζω
View word page
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτέος verb. adj. of ἀνατρέπω one must overthrow, Luc.

ShortDef

one must overthrow

Debugging

Headword:
ἀνατρεπτέος
Headword (normalized):
ἀνατρεπτέος
Headword (normalized/stripped):
ανατρεπτεος
IDX:
2527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2528
Key:
a)natrepte/os

Data

{'content': 'ἀνατρεπτέος\n verb. adj. of ἀνατρέπω\n one must overthrow, Luc.', 'key': 'a)natrepte/os'}