Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παυσίπονος
παυστέος
παυστήριος
παυστήρ
παυσωλή
παύω
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
παχύστομος
παχύτης
View word page
πάχετος
πάχετος πάχετος, ον, massive, Od. seemingly a poet. form of παχύς, as περιμήκετος of περιμήκης
ShortDef
massive
Debugging
Headword:
πάχετος
Headword (normalized):
πάχετος
Headword (normalized/stripped):
παχετος
IDX:
25250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25278
Key:
pa/xetos
Data
{'content': 'πάχετος\n πάχετος, ον,\n massive, Od.\n seemingly a poet. form of παχύς, as περιμήκετος of περιμήκης', 'key': 'pa/xetos'}