Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παυσίλυπος
παυσίνοσος
παυσίπονος
παυστέος
παυστήριος
παυστήρ
παυσωλή
παύω
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
παχύνω
παχύς
View word page
πάφλασμα
πάφλασμα from παφλάζω πάφλασμα, ατος, τό, a boiling, of the sea:—metaph., παφλάσματα blusterings, Ar.
ShortDef
a boiling
Debugging
Headword:
πάφλασμα
Headword (normalized):
πάφλασμα
Headword (normalized/stripped):
παφλασμα
IDX:
25248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25276
Key:
pa/flasma
Data
{'content': 'πάφλασμα\n from παφλάζω\n πάφλασμα, ατος, τό,\n a boiling, of the sea:—metaph., παφλάσματα blusterings, Ar.', 'key': 'pa/flasma'}