Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παῦρος
παυσάνεμος
παυσίλυπος
παυσίνοσος
παυσίπονος
παυστέος
παυστήριος
παυστήρ
παυσωλή
παύω
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμερής
View word page
Παφλαγών
Παφλαγών Παφλᾰγών, όνος, ὁ, a Paphlagonian, Il.:—adj. Παφλαγονικός, ή, όν, Xen.
ShortDef
a Paphlagonian
Debugging
Headword:
Παφλαγών
Headword (normalized):
παφλαγών
Headword (normalized/stripped):
παφλαγων
IDX:
25246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25274
Key:
*paflagw/n
Data
{'content': 'Παφλαγών\n Παφλᾰγών, όνος, ὁ,\n a Paphlagonian, Il.:—adj. Παφλαγονικός, ή, όν, Xen.', 'key': '*paflagw/n'}