Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παυρίδιος
παυροεπής
παῦρος
παυσάνεμος
παυσίλυπος
παυσίνοσος
παυσίπονος
παυστέος
παυστήριος
παυστήρ
παυσωλή
παύω
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχνη
παχνόω
πάχος
παχύκνημος
View word page
παυσωλή
παυσωλή παυσωλή, ἡ, like παῦλα, rest, Il.

ShortDef

rest

Debugging

Headword:
παυσωλή
Headword (normalized):
παυσωλή
Headword (normalized/stripped):
παυσωλη
IDX:
25244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25272
Key:
pauswlh/

Data

{'content': 'παυσωλή\n παυσωλή, ἡ,\n like παῦλα, rest, Il.', 'key': 'pauswlh/'}