Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατίθημι
ἀνατιμάω
ἀνατινάσσω
ἀνατί
ἀνατλῆναι
ἀνατολή
ἀνατολμάω
ἄνατος
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρησις
ἀνατρίβω
ἀνατροπή
ἀνατυλίσσω
ἀνατυπόω
View word page
ἄνατος
ἄνατος ἄτη unharmed, Aesch.; c. gen., κακῶν ἄνατος harmed by no ills, Soph.
ShortDef
unharmed
Debugging
Headword:
ἄνατος
Headword (normalized):
ἄνατος
Headword (normalized/stripped):
ανατος
IDX:
2526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2527
Key:
a)/natos
Data
{'content': 'ἄνατος\n ἄτη\n unharmed, Aesch.; c. gen., κακῶν ἄνατος harmed by no ills, Soph.', 'key': 'a)/natos'}