Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
πατρωνύμιος
πατρῷος
πάτρως
παῦλα
παυράκι
παυρίδιος
παυροεπής
παῦρος
παυσάνεμος
παυσίλυπος
παυσίνοσος
παυσίπονος
παυστέος
παυστήριος
παυστήρ
παυσωλή
View word page
παυρίδιος
παυρίδιος παυρίδιος, α, ον = παῦρος, Hes.
ShortDef
little, small (παῦρος)
Debugging
Headword:
παυρίδιος
Headword (normalized):
παυρίδιος
Headword (normalized/stripped):
παυριδιος
IDX:
25234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25262
Key:
pauri/dios
Data
{'content': 'παυρίδιος\n παυρίδιος, α, ον\n = παῦρος, Hes.', 'key': 'pauri/dios'}