Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατίθημι
ἀνατιμάω
ἀνατινάσσω
ἀνατί
ἀνατλῆναι
ἀνατολή
ἀνατολμάω
ἄνατος
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
ἀνατρέπω
ἀνατρέφω
ἀνατρέχω
ἀνάτρησις
ἀνατρίβω
ἀνατροπή
ἀνατυλίσσω
View word page
ἀνατολμάω
ἀνατολμάω to regain courage, Plut.

ShortDef

to regain courage

Debugging

Headword:
ἀνατολμάω
Headword (normalized):
ἀνατολμάω
Headword (normalized/stripped):
ανατολμαω
IDX:
2525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2526
Key:
a)natolma/w

Data

{'content': 'ἀνατολμάω\n to regain courage, Plut.', 'key': 'a)natolma/w'}