Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
πατρωνύμιος
πατρῷος
πάτρως
παῦλα
παυράκι
παυρίδιος
παυροεπής
παῦρος
παυσάνεμος
παυσίλυπος
View word page
πατροφόνος
πατροφόνος πατρο-φόνος, ον, *φένω parricidal, Aesch., Eur.:—as Subst. a parricide, Plat.

ShortDef

parricidal, parricide

Debugging

Headword:
πατροφόνος
Headword (normalized):
πατροφόνος
Headword (normalized/stripped):
πατροφονος
IDX:
25228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25256
Key:
patrofo/nos

Data

{'content': 'πατροφόνος\n πατρο-φόνος, ον,\n *φένω\n parricidal, Aesch., Eur.:—as Subst. a parricide, Plat.', 'key': 'patrofo/nos'}