Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
πατρωνύμιος
πατρῷος
πάτρως
παῦλα
παυράκι
παυρίδιος
παυροεπής
παῦρος
View word page
πατροῦχος
πατροῦχος πατρ-οῦχος, ἡ, holding from the father: π. παρθένος a sole-heiress, Hdt.
ShortDef
holding from the father
Debugging
Headword:
πατροῦχος
Headword (normalized):
πατροῦχος
Headword (normalized/stripped):
πατρουχος
IDX:
25226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25254
Key:
patrou=xos
Data
{'content': 'πατροῦχος\n πατρ-οῦχος, ἡ,\n holding from the father: π. παρθένος a sole-heiress, Hdt.', 'key': 'patrou=xos'}