Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
πατρωνύμιος
πατρῷος
πάτρως
παῦλα
παυράκι
παυρίδιος
παυροεπής
View word page
πατροστερής
πατροστερής πατρο-στερής, ές στέρομαι reft of father, Aesch.
ShortDef
reft of father
Debugging
Headword:
πατροστερής
Headword (normalized):
πατροστερής
Headword (normalized/stripped):
πατροστερης
IDX:
25225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25253
Key:
patrosterh/s
Data
{'content': 'πατροστερής\n πατρο-στερής, ές\n στέρομαι\n reft of father, Aesch.', 'key': 'patrosterh/s'}