Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πάτροκλος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
πατρωνύμιος
πατρῷος
πάτρως
παῦλα
παυράκι
παυρίδιος
View word page
πατροπάτωρ
πατροπάτωρ a fatherʼs father, Pind.
ShortDef
a father's father
Debugging
Headword:
πατροπάτωρ
Headword (normalized):
πατροπάτωρ
Headword (normalized/stripped):
πατροπατωρ
IDX:
25224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25252
Key:
patropa/twr
Data
{'content': 'πατροπάτωρ\n a fatherʼs father, Pind.', 'key': 'patropa/twr'}