πατρονομικός
πατρονομικός
πατρονομικός, ή, όν
of or like a πατρονόμος: ἡ -κή (sc. ἀρχή or τροφή) the rule of a father, Plat.
{
"content": "πατρονομικός\n πατρονομικός, ή, όν\n of or like a πατρονόμος: ἡ -κή (sc. ἀρχή or τροφή) the rule of a father, Plat.",
"key": "patronomiko/s"
}