Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πατρίς
πατριώτης
πατριῶτις
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
πατρωνύμιος
View word page
πατρομήτωρ
πατρομήτωρ πατρο-μήτωρ, ορος, ὁ, μήτηρ a motherʼs father, Luc.

ShortDef

a mother's father

Debugging

Headword:
πατρομήτωρ
Headword (normalized):
πατρομήτωρ
Headword (normalized/stripped):
πατρομητωρ
IDX:
25219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25247
Key:
patromh/twr

Data

{'content': 'πατρομήτωρ\n πατρο-μήτωρ, ορος, ὁ,\n μήτηρ\n a motherʼs father, Luc.', 'key': 'patromh/twr'}