Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριῶτις
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
πατροφόνος
View word page
πατρολέτωρ
πατρολέτωρ πατρ-ολέτωρ, ορος, ὁ, ὄλλυμι a parricide, Anth.
ShortDef
a parricide
Debugging
Headword:
πατρολέτωρ
Headword (normalized):
πατρολέτωρ
Headword (normalized/stripped):
πατρολετωρ
IDX:
25218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25246
Key:
patrole/twr
Data
{'content': 'πατρολέτωρ\n πατρ-ολέτωρ, ορος, ὁ,\n ὄλλυμι\n a parricide, Anth.', 'key': 'patrole/twr'}