Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πατρικός
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριῶτις
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπάτωρ
πατροστερής
πατροῦχος
πατροφονεύς
View word page
πατροκτόνος
πατροκτόνος πατρο-κτόνος, ον, κτείνω murdering oneʼs father, parricidal, Trag.; π. μίασμα the pollution of parricide, Aesch.:—but χεὶρ πατροκτόνος a fatherʼs murdering hand, Eur.
ShortDef
murdering one's father, parricidal
Debugging
Headword:
πατροκτόνος
Headword (normalized):
πατροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
πατροκτονος
IDX:
25217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25245
Key:
patrokto/nos
Data
{'content': 'πατροκτόνος\n πατρο-κτόνος, ον,\n κτείνω\n murdering oneʼs father, parricidal, Trag.; π. μίασμα the pollution of parricide, Aesch.:—but χεὶρ πατροκτόνος a fatherʼs murdering hand, Eur.', 'key': 'patrokto/nos'}