Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πατριάρχης
πατρίδιον
πατρικός
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριῶτις
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπάτωρ
πατροστερής
View word page
πατροκτονέω
πατροκτονέω πατροκτονέω, fut. -ήσω to murder oneʼs father, Aesch.

ShortDef

to murder one's father

Debugging

Headword:
πατροκτονέω
Headword (normalized):
πατροκτονέω
Headword (normalized/stripped):
πατροκτονεω
IDX:
25215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25243
Key:
patroktone/w

Data

{'content': 'πατροκτονέω\n πατροκτονέω,\n fut. -ήσω\n to murder oneʼs father, Aesch.', 'key': 'patroktone/w'}