Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάτρηθε
πατριά
πατριάρχης
πατρίδιον
πατρικός
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριῶτις
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
View word page
πατροκασίγνητος
πατροκασίγνητος πατρο-κᾰσίγνητος, ὁ, a fatherʼs brother, Hom., Hes.

ShortDef

a father's brother

Debugging

Headword:
πατροκασίγνητος
Headword (normalized):
πατροκασίγνητος
Headword (normalized/stripped):
πατροκασιγνητος
IDX:
25213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25241
Key:
patrokasi/gnhtos

Data

{'content': 'πατροκασίγνητος\n πατρο-κᾰσίγνητος, ὁ,\n a fatherʼs brother, Hom., Hes.', 'key': 'patrokasi/gnhtos'}