πατριῶτις
πατριῶτις
πατριῶτις, ιδος,
fem. of πατριώτης, π. γῆ πατρίς, Eur.
πατρόθεν, adv.
{
"content": "πατριῶτις\n πατριῶτις, ιδος,\n fem. of πατριώτης, π. γῆ πατρίς, Eur.\n πατρόθεν, adv.",
"key": "patriw=tis"
}