Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πάτραι
Πατρεύς
πάτρηθε
πατριά
πατριάρχης
πατρίδιον
πατρικός
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριῶτις
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνος
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρονομέω
πατρονομία
View word page
πατριῶτις
πατριῶτις πατριῶτις, ιδος, fem. of πατριώτης, π. γῆ πατρίς, Eur. πατρόθεν, adv.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πατριῶτις
Headword (normalized):
πατριῶτις
Headword (normalized/stripped):
πατριωτις
IDX:
25211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25239
Key:
patriw=tis
Data
{'content': 'πατριῶτις\n πατριῶτις, ιδος,\n fem. of πατριώτης, π. γῆ πατρίς, Eur.\n πατρόθεν, adv.', 'key': 'patriw=tis'}