Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πατησμός
πάτος
πατράδελφος
πατραλοίας
πάτρα
Πάτραι
Πατρεύς
πάτρηθε
πατριά
πατριάρχης
πατρίδιον
πατρικός
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριῶτις
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκτονέω
πατροκτονία
View word page
πατρίδιον
πατρίδιον πατρίδιον, ου, τό, Comic Dim. of πατήρ, daddy, Ar.
ShortDef
daddy
Debugging
Headword:
πατρίδιον
Headword (normalized):
πατρίδιον
Headword (normalized/stripped):
πατριδιον
IDX:
25206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25234
Key:
patri/dion
Data
{'content': 'πατρίδιον\n πατρίδιον, ου, τό,\n Comic Dim. of πατήρ, daddy, Ar.', 'key': 'patri/dion'}