Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πατήρ
πατησμός
πάτος
πατράδελφος
πατραλοίας
πάτρα
Πάτραι
Πατρεύς
πάτρηθε
πατριά
πατριάρχης
πατρίδιον
πατρικός
πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριῶτις
πατρόθεν
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκτονέω
View word page
πατριάρχης
πατριάρχης πατρι-άρχης, ου, ὁ, πατριά II the father or chief of a race, a patriarch, NTest.

ShortDef

the father

Debugging

Headword:
πατριάρχης
Headword (normalized):
πατριάρχης
Headword (normalized/stripped):
πατριαρχης
IDX:
25205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25233
Key:
patria/rxhs

Data

{'content': 'πατριάρχης\n πατρι-άρχης, ου, ὁ,\n πατριά II\n the father or chief of a race, a patriarch, NTest.', 'key': 'patria/rxhs'}