Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάταγος
Παταικίων
Πάταικοι
πατά
πατάσσω
πατέομαι
πατερίζω
πατέριον
πατέω
πατήρ
πατησμός
πάτος
πατράδελφος
πατραλοίας
πάτρα
Πάτραι
Πατρεύς
πάτρηθε
πατριά
πατριάρχης
πατρίδιον
View word page
πατησμός
πατησμός πᾰτησμός, οῦ, ὁ, πατέω a treading on, εἱμάτων Aesch.

ShortDef

a treading on

Debugging

Headword:
πατησμός
Headword (normalized):
πατησμός
Headword (normalized/stripped):
πατησμος
IDX:
25196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25224
Key:
pathsmo/s

Data

{'content': 'πατησμός\n πᾰτησμός, οῦ, ὁ,\n πατέω\n a treading on, εἱμάτων Aesch.', 'key': 'pathsmo/s'}