Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παστάς
παστέος
παστός
πάσχα
πάσχω
παταγέω
πάταγος
Παταικίων
Πάταικοι
πατά
πατάσσω
πατέομαι
πατερίζω
πατέριον
πατέω
πατήρ
πατησμός
πάτος
πατράδελφος
πατραλοίας
πάτρα
View word page
πατάσσω
πατάσσω intr. to beat, knock, Lat. palpito, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Il.; κραδίη στέρνοισι πατάσσει (as Shaksp., "my heart knocks at my ribs") Il. like πλήσσω, to strike, smite, π. τινὰ δορί Eur.; absol., Soph., etc.; of a deadly blow, ἐὰν λίθος ἢ σίδηρος πατάξηι Dem. πατάξαι θύραν to knock at the door, Ar. metaph., πατάξαι θυμόν Soph.; π. καρδίαν Ar.

ShortDef

to beat, knock

Debugging

Headword:
πατάσσω
Headword (normalized):
πατάσσω
Headword (normalized/stripped):
πατασσω
IDX:
25190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25218
Key:
pata/ssw

Data

{'content': 'πατάσσω\n intr. to beat, knock, Lat. palpito, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Il.; κραδίη στέρνοισι πατάσσει (as Shaksp., "my heart knocks at my ribs") Il.\n like πλήσσω, to strike, smite, π. τινὰ δορί Eur.; absol., Soph., etc.; of a deadly blow, ἐὰν λίθος ἢ σίδηρος πατάξηι Dem.\n πατάξαι θύραν to knock at the door, Ar.\n metaph., πατάξαι θυμόν Soph.; π. καρδίαν Ar.', 'key': 'pata/ssw'}