πατάσσω
πατάσσω
intr. to beat, knock, Lat. palpito, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Il.; κραδίη στέρνοισι πατάσσει (as Shaksp., "my heart knocks at my ribs") Il.
like πλήσσω, to strike, smite, π. τινὰ δορί Eur.; absol., Soph., etc.; of a deadly blow, ἐὰν λίθος ἢ σίδηρος πατάξηι Dem.
πατάξαι θύραν to knock at the door, Ar.
metaph., πατάξαι θυμόν Soph.; π. καρδίαν Ar.