Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
πάρωρος
παρωροφίς
πασιμέλουσα
πασπάλη
πᾶς
πασσαγία
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πάσσαλος
πάσσαξ
πασσέληνος
πάσσος
πάσσων
πάσσω
παστάς
παστέος
παστός
View word page
πασσαλευτός
πασσαλευτός πασσᾰλευτός, ή, όν pinned down, Aesch. from πασσᾰλεύω

ShortDef

pinned down

Debugging

Headword:
πασσαλευτός
Headword (normalized):
πασσαλευτός
Headword (normalized/stripped):
πασσαλευτος
IDX:
25172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25200
Key:
passaleuto/s

Data

{'content': 'πασσαλευτός\n πασσᾰλευτός, ή, όν\n pinned down, Aesch.\n from πασσᾰλεύω', 'key': 'passaleuto/s'}