Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
πάρωρος
παρωροφίς
πασιμέλουσα
πασπάλη
πᾶς
πασσαγία
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πάσσαλος
πάσσαξ
πασσέληνος
πάσσος
πάσσων
πάσσω
παστάς
παστέος
View word page
πασσαγία
πασσαγία πασσᾰγία, ἡ, = πανσαγία.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πασσαγία
Headword (normalized):
πασσαγία
Headword (normalized/stripped):
πασσαγια
IDX:
25171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25199
Key:
passagi/a

Data

{'content': 'πασσαγία\n πασσᾰγία, ἡ,\n = πανσαγία.', 'key': 'passagi/a'}