Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
πάρωρος
παρωροφίς
πασιμέλουσα
πασπάλη
πᾶς
πασσαγία
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πάσσαλος
πάσσαξ
πασσέληνος
πάσσος
πάσσων
πάσσω
View word page
πασπάλη
πασπάλη πᾰσπάλη, ἡ, = παιπάλη the finest meal: metaph., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη not a morsel of sleep, Ar.

ShortDef

the finest meal

Debugging

Headword:
πασπάλη
Headword (normalized):
πασπάλη
Headword (normalized/stripped):
πασπαλη
IDX:
25169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25197
Key:
paspa/lh

Data

{'content': 'πασπάλη\n πᾰσπάλη, ἡ,\n = παιπάλη\n the finest meal: metaph., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη not a morsel of sleep, Ar.', 'key': 'paspa/lh'}