Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
πάρωρος
παρωροφίς
πασιμέλουσα
πασπάλη
πᾶς
πασσαγία
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πάσσαλος
πάσσαξ
πασσέληνος
View word page
πάρωρος
πάρωρος πάρ-ωρος, ον, ὥρα out of season, untimely: neut. πάρωρα as adv., Anth.
ShortDef
out of season, untimely
Debugging
Headword:
πάρωρος
Headword (normalized):
πάρωρος
Headword (normalized/stripped):
παρωρος
IDX:
25166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25194
Key:
pa/rwros
Data
{'content': 'πάρωρος\n πάρ-ωρος, ον,\n ὥρα\n out of season, untimely: neut. πάρωρα as adv., Anth.', 'key': 'pa/rwros'}