Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
πάρωρος
παρωροφίς
πασιμέλουσα
πασπάλη
πᾶς
πασσαγία
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πάσσαλος
πάσσαξ
View word page
παρωρείτης
παρωρείτης παρ-ωρείτης, ου, ὁ, ὄρος mons a mountaineer, Anth.

ShortDef

mons

Debugging

Headword:
παρωρείτης
Headword (normalized):
παρωρείτης
Headword (normalized/stripped):
παρωρειτης
IDX:
25165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25193
Key:
parwrei/ths

Data

{'content': 'παρωρείτης\n παρ-ωρείτης, ου, ὁ,\n ὄρος mons\n a mountaineer, Anth.', 'key': 'parwrei/ths'}