Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
πάρωρος
παρωροφίς
πασιμέλουσα
πασπάλη
πᾶς
πασσαγία
πασσαλευτός
πασσαλεύω
πάσσαλος
View word page
παρώρεια
παρώρεια παρ-ώρεια, ἡ, ὄρος a district on the side of a mountain, Polyb.

ShortDef

a district on the side of a mountain

Debugging

Headword:
παρώρεια
Headword (normalized):
παρώρεια
Headword (normalized/stripped):
παρωρεια
IDX:
25164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25192
Key:
parw/reia

Data

{'content': 'παρώρεια\n παρ-ώρεια, ἡ,\n ὄρος\n a district on the side of a mountain, Polyb.', 'key': 'parw/reia'}