Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
πάρωρος
παρωροφίς
πασιμέλουσα
πασπάλη
πᾶς
πασσαγία
πασσαλευτός
πασσαλεύω
View word page
παρώνυμος
παρώνυμος παρ-ώνῠμος, ον, ὄνομα formed by a slight change, derivative, Aesch.

ShortDef

formed by a slight change, derivative

Debugging

Headword:
παρώνυμος
Headword (normalized):
παρώνυμος
Headword (normalized/stripped):
παρωνυμος
IDX:
25163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25191
Key:
parw/numos

Data

{'content': 'παρώνυμος\n παρ-ώνῠμος, ον,\n ὄνομα\n formed by a slight change, derivative, Aesch.', 'key': 'parw/numos'}