Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνασύρω
ἀνασφάλλω
ἀνάσχεσις
ἀνασχίζω
ἀνασῴζω
ἀναταράσσω
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατίθημι
ἀνατιμάω
ἀνατινάσσω
ἀνατί
ἀνατλῆναι
ἀνατολή
ἀνατολμάω
ἄνατος
ἀνατρεπτέος
ἀνατρεπτικός
View word page
ἀνατέμνω
ἀνατέμνω to cut open, Hdt., Luc.

ShortDef

to cut open

Debugging

Headword:
ἀνατέμνω
Headword (normalized):
ἀνατέμνω
Headword (normalized/stripped):
ανατεμνω
IDX:
2518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2519
Key:
a)nate/mnw

Data

{'content': 'ἀνατέμνω\n to cut open, Hdt., Luc.', 'key': 'a)nate/mnw'}