Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
πάρωρος
παρωροφίς
View word page
παρῳδία
παρῳδία παρῳδία, ἡ, a song or poem in which serious words become burlesque, a burlesque, parody, Arist. from παρῳδός
ShortDef
a song
Debugging
Headword:
παρῳδία
Headword (normalized):
παρῳδία
Headword (normalized/stripped):
παρωδια
IDX:
25157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25185
Key:
parw|di/a
Data
{'content': 'παρῳδία\n παρῳδία, ἡ,\n a song or poem in which serious words become burlesque, a burlesque, parody, Arist.\n from παρῳδός', 'key': 'parw|di/a'}