Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
πάρωρος
View word page
πάρφυκτος
πάρφυκτος πάρ-φυκτος, ον, poet. for παράφυκτος to be avoided, Pind.
ShortDef
to be avoided
Debugging
Headword:
πάρφυκτος
Headword (normalized):
πάρφυκτος
Headword (normalized/stripped):
παρφυκτος
IDX:
25156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25184
Key:
pa/rfuktos
Data
{'content': 'πάρφυκτος\n πάρ-φυκτος, ον,\n poet. for παράφυκτος\n to be avoided, Pind.', 'key': 'pa/rfuktos'}