Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
παρωρείτης
View word page
παρυφή
παρυφή παρ-ῠφή, ἡ, a border woven along a robe, Lat. clavus.
ShortDef
a border woven along
Debugging
Headword:
παρυφή
Headword (normalized):
παρυφή
Headword (normalized/stripped):
παρυφη
IDX:
25155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25183
Key:
parufh/
Data
{'content': 'παρυφή\n παρ-ῠφή, ἡ,\n a border woven along a robe, Lat. clavus.', 'key': 'parufh/'}