Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
παρώνυμος
παρώρεια
View word page
παρυφαίνω
παρυφαίνω fut. ανῶ Pass., perf. παρύφασμαι to furnish with a hem or border (παρυφή) :—ὅπλα παρυφασμένα armed men hemming in an unarmed crowd, Xen.
ShortDef
to furnish with a hem
Debugging
Headword:
παρυφαίνω
Headword (normalized):
παρυφαίνω
Headword (normalized/stripped):
παρυφαινω
IDX:
25154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25182
Key:
parufai/nw
Data
{'content': 'παρυφαίνω\n fut. ανῶ\n Pass., perf. παρύφασμαι\n to furnish with a hem or border (παρυφή) :—ὅπλα παρυφασμένα armed men hemming in an unarmed crowd, Xen.', 'key': 'parufai/nw'}