Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
παρωνύμιος
View word page
παρρησιαστικός
παρρησιαστικός παρρησιαστικός, ή, όν from παρρησιάζομαι freespoken, Arist.
ShortDef
freespoken
Debugging
Headword:
παρρησιαστικός
Headword (normalized):
παρρησιαστικός
Headword (normalized/stripped):
παρρησιαστικος
IDX:
25152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25180
Key:
parrhsiastiko/s
Data
{'content': 'παρρησιαστικός\n παρρησιαστικός, ή, όν\n from παρρησιάζομαι\n freespoken, Arist.', 'key': 'parrhsiastiko/s'}