παρρησιαστικός
παρρησιαστικός
παρρησιαστικός, ή, όν
from παρρησιάζομαι
freespoken, Arist.
{
"content": "παρρησιαστικός\n παρρησιαστικός, ή, όν\n from παρρησιάζομαι\n freespoken, Arist.",
"key": "parrhsiastiko/s"
}