Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
παρώμαλος
View word page
παρρησιαστής
παρρησιαστής from παρρησιάζομαι παρρησιαστής, οῦ, ὁ, a free speaker, Arist.

ShortDef

a free speaker

Debugging

Headword:
παρρησιαστής
Headword (normalized):
παρρησιαστής
Headword (normalized/stripped):
παρρησιαστης
IDX:
25151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25179
Key:
parrhsiasth/s

Data

{'content': 'παρρησιαστής\n from παρρησιάζομαι\n παρρησιαστής, οῦ, ὁ,\n a free speaker, Arist.', 'key': 'parrhsiasth/s'}