Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
παρωκεάνιος
View word page
παρρησία
παρρησία παρ-ρησία, ἡ, πᾶς, ῥῆσις freespokenness, openness, frankness, Eur.; μετὰ παρρησίας Dem. in bad sense, licence of tongue, Isocr.
ShortDef
freespokenness, openness, frankness
Debugging
Headword:
παρρησία
Headword (normalized):
παρρησία
Headword (normalized/stripped):
παρρησια
IDX:
25150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25178
Key:
parrhsi/a
Data
{'content': 'παρρησία\n παρ-ρησία, ἡ,\n πᾶς, ῥῆσις\n freespokenness, openness, frankness, Eur.; μετὰ παρρησίας Dem.\n in bad sense, licence of tongue, Isocr.', 'key': 'parrhsi/a'}